Ἰφιγενείᾳ

Ἰφιγενείᾳ
Ἰφιγενείᾱͅ , Ἰφίγενεια
fem dat sg (attic doric aeolic)
Ἰφιγενείᾱͅ , Ἰφιγενεία
fem dat sg (attic doric aeolic)
Ἰφιγενείᾱͅ , ἰφιγένεια
strong-born
fem dat sg (attic doric aeolic)
Ἰφιγενείᾱͅ , ἰφιγένεια
strong-born
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἰφιγένεια — Ἰφίγενεια fem nom/voc sg Ἰφιγενεία fem nom/voc sg ἰφιγένεια strong born fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • Ιφιγένεια εν Αυλίδι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις ωραιότερες δημιουργίες του, που διδάχθηκε για πρώτη φορά γύρω στο 405 π.Χ. στην Αθήνα. Με το έργο αυτό ο μεγάλος τραγικός θίγει το θέμα της εθελοντικής θυσίας, όπως άλλωστε έκανε και σε άλλες τραγωδίες του. Μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Ιφιγένεια εν Ταύροις — Τραγωδία του Ευριπίδη, συνέχεια της Ιφιγένειας εν Αυλίδι, που διδάχθηκε ωστόσο πριν από αυτή (414; π.Χ.). Πραγματεύεται το προσφιλές στην ελληνική αρχαιότητα θέμα της σωτηρίας δύο ανθρώπων που τους συνδέουν συγγενικοί δεσμοί, υπό αντίξοες… …   Dictionary of Greek

  • Ιφιγένεια — η κόρη του Αγαμέμνονα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἰφιγενείας — Ἰφιγενείᾱς , Ἰφίγενεια fem acc pl Ἰφιγενείᾱς , Ἰφίγενεια fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰφιγενείᾱς , Ἰφιγενεία fem acc pl Ἰφιγενείᾱς , Ἰφιγενεία fem gen sg (attic doric aeolic) Ἰφιγενείᾱς , ἰφιγένεια strong born fem acc pl Ἰφιγενείᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰφιγένει' — Ἰφιγένεια , Ἰφίγενεια fem nom/voc sg Ἰφιγένειαι , Ἰφίγενεια fem nom/voc pl Ἰφιγένεια , Ἰφιγενεία fem nom/voc sg Ἰφιγένειαι , Ἰφιγενεία fem nom/voc pl Ἰφιγένεια , ἰφιγένεια strong born fem nom/voc sg Ἰφιγένειαι , ἰφιγένεια strong born fem nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰφιγενείαι — Ἰφιγενείᾱͅ , Ἰφίγενεια fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰφιγενείᾱͅ , Ἰφιγενεία fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰφιγενείᾱͅ , ἰφιγένεια strong born fem dat sg (attic doric aeolic) Ἰφιγενείᾱͅ , ἰφιγένεια strong born fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰφιγενείης — Ἰφίγενεια fem gen sg (epic ionic) Ἰφιγενεία fem gen sg (epic ionic) ἰφιγένεια strong born fem gen sg (epic ionic) ἰφιγένεια strong born fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰφιγένειαν — Ἰφίγενεια fem acc sg Ἰφιγενεία fem acc sg ἰφιγένεια strong born fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”